φεῖ

φεῖ
φεῖ
neut

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φεί — τὸ, Α βλ. φι …   Dictionary of Greek

  • Φέι, Πάολο ντι Τζιοβάνι — (Fèi, Σιένα 1372 – 1410). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Αντρέα Βάνι και του Μπάρτολο ντι Φρέι από τους οποίους επηρεάστηκε υιοθετώντας τον γοτθικό ρυθμό, όπως φαίνεται καθαρά στον πίνακά του Η γέννηση της Θεοτόκου (Πινακοθήκη της Σιένα).… …   Dictionary of Greek

  • Νταναγουέι, Φέι — (Faye Dunaway, Φλόριντα 1941 –). Αμερικανίδα ηθοποιός. Πολύ όμορφη και εκφραστική πρωταγωνίστρια του θεάτρου, της μικρής και της μεγάλης οθόνης για σχεδόν τρεις δεκαετίες, που διακρίθηκε για το ταλέντο της και την ικανότητά της να μεταβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κελύφει — κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc dual (attic epic) κελύ̱φεϊ , κέλυφος sheath neut dat sg (epic ionic) κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύφει — κύ̱φει , κῦφος hump neut nom/voc/acc dual (attic epic) κύ̱φεϊ , κῦφος hump neut dat sg (epic ionic) κύ̱φει , κῦφος hump neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίφε' — λαί̱φεα , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg λαί̱φεε , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίφει — λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίφει — στί̱φει , στῖφος body of men in close array neut nom/voc/acc dual (attic epic) στί̱φεϊ , στῖφος body of men in close array neut dat sg (epic ionic) στί̱φει , στῖφος body of men in close array neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phi —  Ne doit pas être confondu avec pHi ni Փ. Phi Graphies Capitale …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”